- αεροδιάδρομος
- ο (Αεροπ.)διάδρομος στον χώρο, ορισμένος οριζοντιογραφικά και υψομετρικά, μέσα στον οποίο η πτήση αεροσκάφους είναι ελεγχόμενη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροδιάδρομος — ο ο οριοθετημένος εναέριος χώρος στον οποίο κινούνται τα αεροσκάφη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους … Dictionary of Greek